διστασμός

διστασμός
διστασμός, ,
A = δισταγμός, Thphr.Metaph.31, Sch.Od.2.276.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διστασμός — ο βλ. δισταγμός …   Dictionary of Greek

  • διστασμοῦ — διστασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστασμόν — διστασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”